τρεισήμισι

τρεισήμισι
τρεισήμισι και τριάμισι αριθμ. απόλ. άκλ., ποσότητα από τρεις και μισή μονάδες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Мистическое Рождество — Сандро Боттичелли …   Википедия

  • τριάμισι — βλ. τρεισήμισι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”